ανθυπαστυνόμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανθυπαστυνόμος | οι | ανθυπαστυνόμοι |
| γενική | του/της | ανθυπαστυνόμου | των | ανθυπαστυνόμων |
| αιτιατική | τον/την | ανθυπαστυνόμο | τους/τις | ανθυπαστυνόμους |
| κλητική | ανθυπαστυνόμε | ανθυπαστυνόμοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανθυπαστυνόμος < (αντί) ανθ- + υπαστυνόμος (υπ- + αστυνόμος)
Ουσιαστικό
ανθυπαστυνόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (βαθμός αστυνομίας) βαθμός της Ελληνικής Αστυνομίας που βρίσκεται ιεραρχικά μεταξύ Υπαξιωματικών και Αξιωματικών, ανώτερος από αρχιφύλακα, κατώτερος από υπαστυνόμο
Μεταφράσεις
ανθυπαστυνόμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.