αστυνομεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστυνομεύω < αστυνόμος + -εύω

Ρήμα

αστυνομεύω , πρτ.: αστυνόμευα, στ.μέλλ.: θα αστυνομεύσω, αόρ.: αστυνόμευσα, παθ.φωνή: αστυνομεύομαι, μτχ.π.π.: αστυνομευμένος

  • επιτηρώ μια περιοχή με αστυνομικές δυνάμεις που αποτρέπουν ή καταστέλλουν αξιόποινες πράξεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.