αστυνομοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστυνομοκρατία οι αστυνομοκρατίες
      γενική της αστυνομοκρατίας των αστυνομοκρατιών
    αιτιατική την αστυνομοκρατία τις αστυνομοκρατίες
     κλητική αστυνομοκρατία αστυνομοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αστυνομοκρατία < αστυνομοκρατούμαι < αστυνόμος + κρατούμαι

Ουσιαστικό

αστυνομοκρατία θηλυκό

  1. αστυνόμευση
  2. επικράτηση των αστυνομικών αρχών και πρακτικών στην κοινωνική ζωή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.