αξιωματούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αξιωματούχος οι αξιωματούχοι
      γενική του/της αξιωματούχου των αξιωματούχων
    αιτιατική τον/την αξιωματούχο τους/τις αξιωματούχους
     κλητική αξιωματούχε αξιωματούχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιωματούχος < αξίωμα αξιωματ- + -ούχος. Δείτε και αρχαία ελληνική ἀξίωμα (< έχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ksi.o.maˈtu.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αξιωματούχος

Ουσιαστικό

αξιωματούχος αρσενικό ή θηλυκό

  • το πρόσωπο που έχει κάποιο αξίωμα, συνήθως σε διοικητική θέση
      Οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ απαιτούν συνήθως από τους δανειζόμενους (τις χώρες) να υιοθετήσουν αντιφατικές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές για να διορθώσουν τα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους και να αποπληρώσουν τα δάνεια του ΔΝΤ (Θίοντορ Κοχ, Διεθνής Πολιτική Οικονομία)

Συνώνυμα

  1. βαθμούχος
  2. οφικιάλιος
  3. βαθμοφόρος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.