αξιωματούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | αξιωματούχος | οι | αξιωματούχοι |
| γενική | του/της | αξιωματούχου | των | αξιωματούχων |
| αιτιατική | τον/την | αξιωματούχο | τους/τις | αξιωματούχους |
| κλητική | αξιωματούχε | αξιωματούχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αξιωματούχος < αξίωμα αξιωματ- + -ούχος. Δείτε και αρχαία ελληνική ἀξίωμα (< έχω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.o.maˈtu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ω‐μα‐τού‐χος
Ουσιαστικό
αξιωματούχος αρσενικό ή θηλυκό
- το πρόσωπο που έχει κάποιο αξίωμα, συνήθως σε διοικητική θέση
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.