γενικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γενικά < γενικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.niˈka/
Επίρρημα
γενικά
- από συνολική άποψη
- είμαστε γενικά ευχαριστημένοι από την εξέλιξη των πραγμάτων
- συνήθως
- είναι κλειστός άνθρωπος και, γενικά, δε βγαίνει πολύ
- αόριστα, χωρίς λεπτομέρειες
- μου μίλησε πολύ γενικά και δεν κατάλαβα πολλά
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.