ακοντισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακοντισμός οι ακοντισμοί
      γενική του ακοντισμού των ακοντισμών
    αιτιατική τον ακοντισμό τους ακοντισμούς
     κλητική ακοντισμέ ακοντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αθλητής του ακοντισμού (1934)

Ετυμολογία

ακοντισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀκοντισμός (ρίξιμο ακοντίου)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kon.diˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακοντισμός

Ουσιαστικό

ακοντισμός αρσενικό

  • (αθλητισμός) αγώνισμα κατά το οποίο ο ακοντιστής προσπαθεί να ρίξει ένα ακόντιο και να σφηνώσει στο χώμα με στόχο το ακόντιο να έχει διανύσει μια μακρινή απόσταση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.