τοπογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τοπογραφικός η τοπογραφική το τοπογραφικό
      γενική του τοπογραφικού της τοπογραφικής του τοπογραφικού
    αιτιατική τον τοπογραφικό την τοπογραφική το τοπογραφικό
     κλητική τοπογραφικέ τοπογραφική τοπογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τοπογραφικοί οι τοπογραφικές τα τοπογραφικά
      γενική των τοπογραφικών των τοπογραφικών των τοπογραφικών
    αιτιατική τους τοπογραφικούς τις τοπογραφικές τα τοπογραφικά
     κλητική τοπογραφικοί τοπογραφικές τοπογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τοπογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική topographique[1] < topographie < ελληνιστική κοινή τοπογραφία < τοπογράφος < αρχαία ελληνική τόπος + γράφω

Επίθετο

τοπογραφικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.