hasta

Ισπανικά (es)

Πρόθεση

hasta (es)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

hasta (la) θηλυκό

  1. το ακόντιο
  2. το δόρυ

Συγγενικά

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική hasta hastae
γενική hastae hastārum
δοτική hastae hastīs
αιτιατική hastam hastās
κλητική hasta hastae
αφαιρετική hastā hastīs
(α' κλίση)



Τουρκικά (tr)

Επίθετο

hasta (tr)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.