ακοντίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακοντίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντίζω
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακοντίζω | ακόντιζα | θα ακοντίζω | να ακοντίζω | ακοντίζοντας | |
| β' ενικ. | ακοντίζεις | ακόντιζες | θα ακοντίζεις | να ακοντίζεις | ακόντιζε | |
| γ' ενικ. | ακοντίζει | ακόντιζε | θα ακοντίζει | να ακοντίζει | ||
| α' πληθ. | ακοντίζουμε | ακοντίζαμε | θα ακοντίζουμε | να ακοντίζουμε | ||
| β' πληθ. | ακοντίζετε | ακοντίζατε | θα ακοντίζετε | να ακοντίζετε | ακοντίζετε | |
| γ' πληθ. | ακοντίζουν(ε) | ακόντιζαν ακοντίζαν(ε) |
θα ακοντίζουν(ε) | να ακοντίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακόντισα | θα ακοντίσω | να ακοντίσω | ακοντίσει | ||
| β' ενικ. | ακόντισες | θα ακοντίσεις | να ακοντίσεις | ακόντισε | ||
| γ' ενικ. | ακόντισε | θα ακοντίσει | να ακοντίσει | |||
| α' πληθ. | ακοντίσαμε | θα ακοντίσουμε | να ακοντίσουμε | |||
| β' πληθ. | ακοντίσατε | θα ακοντίσετε | να ακοντίσετε | ακοντίστε | ||
| γ' πληθ. | ακόντισαν ακοντίσαν(ε) |
θα ακοντίσουν(ε) | να ακοντίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακοντίσει | είχα ακοντίσει | θα έχω ακοντίσει | να έχω ακοντίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακοντίσει | είχες ακοντίσει | θα έχεις ακοντίσει | να έχεις ακοντίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακοντίσει | είχε ακοντίσει | θα έχει ακοντίσει | να έχει ακοντίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακοντίσει | είχαμε ακοντίσει | θα έχουμε ακοντίσει | να έχουμε ακοντίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακοντίσει | είχατε ακοντίσει | θα έχετε ακοντίσει | να έχετε ακοντίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακοντίσει | είχαν ακοντίσει | θα έχουν ακοντίσει | να έχουν ακοντίσει |
| |
Μεταφράσεις
τραυματίζω με ακόντιο
|
|
Πηγές
- ακοντίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακοντίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.