κυνήγι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κυνήγι τα κυνήγια
      γενική του κυνηγιού των κυνηγιών
    αιτιατική το κυνήγι τα κυνήγια
     κλητική κυνήγι κυνήγια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνήγι < μεσαιωνική ελληνική κυνήγι(ν) < (ελληνιστική κοινή) κυνήγιον < αρχαία ελληνική κυνηγέσιον < κυνηγός < κύων + ἄγω

Ουσιαστικό

κυνήγι ουδέτερο

  1. οι ενέργειες και οι τεχνικές θανάτωσης ή σύλληψης θηραμάτων
     συνώνυμα: άγρα, θήρα
  2. η πανίδα που κυνηγάει κάποιος καθώς και το σκοτωμένο (ή/και μαγειρεμένο) θήραμα
  3. το κυνηγητό
  4. (μεταφορικά) η επίμονη επιδίωξη ενός σκοπού

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.