δόρυ
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δόρυ | τα | δόρατα |
| γενική | του | δόρατος | των | δοράτων |
| αιτιατική | το | δόρυ | τα | δόρατα |
| κλητική | δόρυ | δόρατα | ||
| όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δόρυ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δόρυ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈðo.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δό‐ρυ
Ουσιαστικό
δόρυ ουδέτερο
- (οπλισμός) πολεμικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που αποτελείται από μακριά ξύλινη λαβή και μεταλλική αιχμή
-
δόρυ στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ουσιαστικά μεταπλαστά | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δόρῠ | τὰ | δόρᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | δόρᾰτος | τῶν | δορᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | δόρᾰτῐ | τοῖς | δόρᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | δόρῠ | τὰ | δόρᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | δόρῠ | δόρᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δόρᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δορᾰ́τοιν | ||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'δόρυ' όπως «δόρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δόρυ < ομόρριζο με το δρῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
δόρυ ουδέτερο
Σημειώσεις
Επιπλέον κλιτικοί τύποι:
- γενική ενικού: δορός, δοτική ενικού δορί
- διαλεκτικοί τύποι: (Χρειάζεται επεξεργασία)
Παράγωγα
- δοράτιον (υποκοριστικό)
- δοριάλωτος / δορυάλωτος
- δορίκτητος
- δορυφόρος
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- δόρυ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δόρυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.