δόρυ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δόρυ τα δόρατα
      γενική του δόρατος των δοράτων
    αιτιατική το δόρυ τα δόρατα
     κλητική δόρυ δόρατα
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόρυ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δόρυ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈðo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δόρυ

Ουσιαστικό

δόρυ ουδέτερο

  • (οπλισμός) πολεμικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που αποτελείται από μακριά ξύλινη λαβή και μεταλλική αιχμή

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δόρῠ τὰ δόρᾰτ
      γενική τοῦ δόρᾰτος τῶν δορᾰ́των
      δοτική τῷ δόρᾰτ τοῖς δόρᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δόρῠ τὰ δόρᾰτ
     κλητική ! δόρῠ δόρᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δόρᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  δορᾰ́τοιν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'δόρυ' όπως «δόρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δόρυ < ομόρριζο με το δρῦς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

δόρυ ουδέτερο

  1. δέντρο, ξύλο
  2. πλοίο
  3. το ξύλινο μέρος του δόρατος
  4. (οπλισμός) το δόρυ
     συνώνυμα: ἔγχος

Σημειώσεις

Επιπλέον κλιτικοί τύποι:

  • γενική ενικού: δορός, δοτική ενικού δορί
  • διαλεκτικοί τύποι: (Χρειάζεται επεξεργασία)

Παράγωγα

(Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.