κοντάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοντάρι τα κοντάρια
      γενική του κονταριού των κονταριών
    αιτιατική το κοντάρι τα κοντάρια
     κλητική κοντάρι κοντάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοντάρι < μεσαιωνική ελληνική κοντάριν < (ελληνιστική κοινή) κοντάριον < αρχαία ελληνική κοντός + κατάληξη υποκοριστικού -άριον

Ουσιαστικό

κοντάρι ουδέτερο

  1. μικρής διατομής και μεγάλου σχετικά μήκους κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού με διάφορες χρήσεις, π.χ.
    1. ως λαβή σε εργαλεία (στειλιάρι), πχ σε σκούπες, σφουγγαρίστρες κλπ
    2. για στήριξη σημαίας, ως ιστός
    3. στο αγώνισμα άλμα επί κοντώ
    4. ως όπλο (δόρυ), π.χ. των έφιππων πολεμιστών κατά το μεσαίωνα στις κονταρομαχίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.