κοντάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοντάρι | τα | κοντάρια |
| γενική | του | κονταριού | των | κονταριών |
| αιτιατική | το | κοντάρι | τα | κοντάρια |
| κλητική | κοντάρι | κοντάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντάρι < μεσαιωνική ελληνική κοντάριν < (ελληνιστική κοινή) κοντάριον < αρχαία ελληνική κοντός + κατάληξη υποκοριστικού -άριον
Ουσιαστικό
κοντάρι ουδέτερο
- μικρής διατομής και μεγάλου σχετικά μήκους κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού με διάφορες χρήσεις, π.χ.
- ως λαβή σε εργαλεία (στειλιάρι), πχ σε σκούπες, σφουγγαρίστρες κλπ
- για στήριξη σημαίας, ως ιστός
- στο αγώνισμα άλμα επί κοντώ
- ως όπλο (δόρυ), π.χ. των έφιππων πολεμιστών κατά το μεσαίωνα στις κονταρομαχίες
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.