εξακοντίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξακοντίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εξακοντίζω

  1. ρίχνω με ορμή, εκτινάσσω, βάλλω εξ αποστάσεως
  2. (μεταφορικά) απευθύνω λόγο με βιαιότητα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.