ακόντιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακόντιση οι ακοντίσεις
      γενική της ακόντισης* των ακοντίσεων
    αιτιατική την ακόντιση τις ακοντίσεις
     κλητική ακόντιση ακοντίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακοντίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακόντιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκόντι(σις) + -ση

Ουσιαστικό

ακόντιση θηλυκό

  1. η ενέργεια του ακοντίζω, η ρίψη, η βολή, το πέταγμα του ακοντίου
  2. (αθλητισμός) το άθλημα του ακοντισμού

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.