ακοντίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακοντίστρια | οι | ακοντίστριες |
| γενική | της | ακοντίστριας | των | ακοντιστριών |
| αιτιατική | την | ακοντίστρια | τις | ακοντίστριες |
| κλητική | ακοντίστρια | ακοντίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακοντίστρια < ακοντιστής + -τρια
Μεταφράσεις
ακοντίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.