λόγχη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λόγχη | οι | λόγχες |
| γενική | της | λόγχης | των | λογχών |
| αιτιατική | τη | λόγχη | τις | λόγχες |
| κλητική | λόγχη | λόγχες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λόγχη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λόγχη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂k- (χτυπώ)
Ουσιαστικό
λόγχη θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

