ακοντιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακοντιστής οι ακοντιστές
      γενική του ακοντιστή των ακοντιστών
    αιτιατική τον ακοντιστή τους ακοντιστές
     κλητική ακοντιστή ακοντιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακοντιστής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκοντιστής

Προφορά

ΔΦΑ : /a.kon.diˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακοντιστής

Ουσιαστικό

ακοντιστής αρσενικό

  1. (αθλητισμός) αθλητής που ασχολείται με το άθλημα του ακοντισμού (θηλυκό ακοντίστρια)
  2. (ιστορία) στρατιώτης που είχε ασπίδα, ακόντιο και σπαθί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.