σονέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σονέτο | τα | σονέτα |
| γενική | του | σονέτου | των | σονέτων |
| αιτιατική | το | σονέτο | τα | σονέτα |
| κλητική | σονέτο | σονέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σονέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική sonetto
Ουσιαστικό
σονέτο ουδέτερο
- δεκατετράστιχο λυρικό ποίημα που αποτελείται από δύο τετράστιχες και από δύο τρίστιχες στροφές.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.