αγαπησιάρικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αγαπησιάρικος | η | αγαπησιάρικη | το | αγαπησιάρικο |
| γενική | του | αγαπησιάρικου | της | αγαπησιάρικης | του | αγαπησιάρικου |
| αιτιατική | τον | αγαπησιάρικο | την | αγαπησιάρικη | το | αγαπησιάρικο |
| κλητική | αγαπησιάρικε | αγαπησιάρικη | αγαπησιάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αγαπησιάρικοι | οι | αγαπησιάρικες | τα | αγαπησιάρικα |
| γενική | των | αγαπησιάρικων | των | αγαπησιάρικων | των | αγαπησιάρικων |
| αιτιατική | τους | αγαπησιάρικους | τις | αγαπησιάρικες | τα | αγαπησιάρικα |
| κλητική | αγαπησιάρικοι | αγαπησιάρικες | αγαπησιάρικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αγαπησιάρικος < αγαπησιάρης + -ικος
Πηγές
- αγαπησιάρικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αγαπησιάρικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγαπησιάρικος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αγαπησιάρικος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.