γουστάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γουστάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική gustare[1] ή από τη βενετική[2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈsta.ɾo/

Ρήμα

γουστάρω (αργκό)

  1. (μεταβατικό) μου αρέσει πολύ κάτι / κάποιος, λαχταρώ
    τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει
  2. (μεταβατικό) μου αρέσει
    κάνει πάντα ό,τι γουστάρει
  3. (αμετάβατο) νιώθω ικανοποίηση
    γουστάρω που δε θα κάνουμε αύριο μάθημα!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. γουστάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.