αγαπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αγαπίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαπίζω < αρχαία ελληνική ἀγαπάω-ῶ
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ɣaˈpi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐πί‐ζω
Ρήμα
αγαπίζω, αόρ.: αγάπισα (χωρίς παθητική φωνή)
- συμφιλιώνομαι
- ↪ ήταν μαλωμένοι αλλά τώρα αγαπίσανε
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αγαπίζω | αγάπιζα | θα αγαπίζω | να αγαπίζω | αγαπίζοντας | |
| β' ενικ. | αγαπίζεις | αγάπιζες | θα αγαπίζεις | να αγαπίζεις | αγάπιζε | |
| γ' ενικ. | αγαπίζει | αγάπιζε | θα αγαπίζει | να αγαπίζει | ||
| α' πληθ. | αγαπίζουμε | αγαπίζαμε | θα αγαπίζουμε | να αγαπίζουμε | ||
| β' πληθ. | αγαπίζετε | αγαπίζατε | θα αγαπίζετε | να αγαπίζετε | αγαπίζετε | |
| γ' πληθ. | αγαπίζουν(ε) | αγάπιζαν αγαπίζαν(ε) |
θα αγαπίζουν(ε) | να αγαπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αγάπισα | θα αγαπίσω | να αγαπίσω | αγαπίσει | ||
| β' ενικ. | αγάπισες | θα αγαπίσεις | να αγαπίσεις | αγάπισε | ||
| γ' ενικ. | αγάπισε | θα αγαπίσει | να αγαπίσει | |||
| α' πληθ. | αγαπίσαμε | θα αγαπίσουμε | να αγαπίσουμε | |||
| β' πληθ. | αγαπίσατε | θα αγαπίσετε | να αγαπίσετε | αγαπίστε | ||
| γ' πληθ. | αγάπισαν αγαπίσαν(ε) |
θα αγαπίσουν(ε) | να αγαπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αγαπίσει | είχα αγαπίσει | θα έχω αγαπίσει | να έχω αγαπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αγαπίσει | είχες αγαπίσει | θα έχεις αγαπίσει | να έχεις αγαπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αγαπίσει | είχε αγαπίσει | θα έχει αγαπίσει | να έχει αγαπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αγαπίσει | είχαμε αγαπίσει | θα έχουμε αγαπίσει | να έχουμε αγαπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αγαπίσει | είχατε αγαπίσει | θα έχετε αγαπίσει | να έχετε αγαπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αγαπίσει | είχαν αγαπίσει | θα έχουν αγαπίσει | να έχουν αγαπίσει |
| |
Πηγές
- αγαπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.