προτιμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προτιμώ < καθαρεύουσα προτιμῶ < αρχαία ελληνική προτιμάω-ῶ
Ρήμα
προτιμώ και ασυναίρετο προτιμάω
- δείχνω την προτίμησή μου ή πάντως αισθάνομαι προτίμηση για κάτι, επιλέγω μεταξύ εναλλακτικών προτάσεων, ειδών, ανθρώπων, καταστάσεων
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προτιμάω - προτιμώ | προτιμούσα | θα προτιμάω - προτιμώ | να προτιμάω - προτιμώ | προτιμώντας | |
| β' ενικ. | προτιμάς | προτιμούσες | θα προτιμάς | να προτιμάς | προτίμα - προτίμαγε | |
| γ' ενικ. | προτιμάει - προτιμά | προτιμούσε | θα προτιμάει - προτιμά | να προτιμάει - προτιμά | ||
| α' πληθ. | προτιμάμε - προτιμούμε | προτιμούσαμε | θα προτιμάμε - προτιμούμε | να προτιμάμε - προτιμούμε | ||
| β' πληθ. | προτιμάτε | προτιμούσατε | θα προτιμάτε | να προτιμάτε | προτιμάτε | |
| γ' πληθ. | προτιμάν(ε) - προτιμούν(ε) | προτιμούσαν(ε) | θα προτιμάν(ε) - προτιμούν(ε) | να προτιμάν(ε) - προτιμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προτίμησα | θα προτιμήσω | να προτιμήσω | προτιμήσει | ||
| β' ενικ. | προτίμησες | θα προτιμήσεις | να προτιμήσεις | προτίμα - προτίμησε | ||
| γ' ενικ. | προτίμησε | θα προτιμήσει | να προτιμήσει | |||
| α' πληθ. | προτιμήσαμε | θα προτιμήσουμε | να προτιμήσουμε | |||
| β' πληθ. | προτιμήσατε | θα προτιμήσετε | να προτιμήσετε | προτιμήστε | ||
| γ' πληθ. | προτίμησαν προτιμήσαν(ε) |
θα προτιμήσουν(ε) | να προτιμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προτιμήσει | είχα προτιμήσει | θα έχω προτιμήσει | να έχω προτιμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προτιμήσει | είχες προτιμήσει | θα έχεις προτιμήσει | να έχεις προτιμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προτιμήσει | είχε προτιμήσει | θα έχει προτιμήσει | να έχει προτιμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προτιμήσει | είχαμε προτιμήσει | θα έχουμε προτιμήσει | να έχουμε προτιμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προτιμήσει | είχατε προτιμήσει | θα έχετε προτιμήσει | να έχετε προτιμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προτιμήσει | είχαν προτιμήσει | θα έχουν προτιμήσει | να έχουν προτιμήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.