αγκαλιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγκαλιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκαλιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋ.ɡaˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγκαλιάζω

Ρήμα

αγκαλιάζω, πρτ.: π-αορ-αγκαλιάστηκα, αόρ.: αγκάλιασα, παθ.φωνή: αγκαλιάζομαι, μτχ.π.π.: αγκαλιασμένος

  1. βάζω τα χέρια μου γύρω από κάποιον/κάτι
  2. (μεταφορικά) καλύπτω κάτι/κάποιον εντελώς
    η νύχτα αγκάλιασε την πόλη
  3.  δείτε και το αλληλοπαθητικό  αγκαλιάζομαι
  4. (μεταφορικά) περιβάλλω με στοργή
    Όλο το χωριό αγκάλιασε τους πρόσφυγες.

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη αγκάλη

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.