λατρεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λατρεύω < αρχαία ελληνική λατρεύω < λάτρις < λάτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₁y (παρέχω, κατέχω)

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈtɾe.vo/

Ρήμα

λατρεύω

  1. αποδίδω τιμές και σεβασμό σε κάποια θεότητα
    οι αρχαίοι λάτρευαν την Αρτέμιδα ως θεά του φεγγαριού
  2. (μεταφορικά) δείχνω θρησκευτική προσήλωση με κάποια αξία, ιδέα
  3. (μεταφορικά) μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
  4. (ειδικότερα) έχω έντονα, κατά βάση ερωτικά, αισθήματα για κάποιον
    Δεν την αγαπώ απλά, τη λατρεύω!

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.