άσπρος σίφουνας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άσπρος σίφουνας < από διαφήμιση καθαριστικού της μάρκας Ajax (Azax), από τη δεκαετία του 1970  δείτε τις λέξεις άσπρος και σίφουνας

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈaspɾos ˈsifunas/

Έκφραση

άσπρος σίφουνας αρσενικό

  1. ονομασία υγρού καθαρισμού γενικής χρήσης
    καθαριστικό «άσπρος σίφουνας», με διπλάσιο αμμονιαζόλ
  2. (μεταφορικά) που καθαρίζει τέλεια και γρήγορα (σα σίφουνας)
      Στην κουζίνα, άσπρος σίφουνας είχε περάσει η θεία Καλλιόπη. Όλα άστραφταν. Ο μαρμάρινος νεροχύτης, τα τζάμια, τα πλακάκια.
    Ζωρζ Σαρή, Τα χέγια. Αθήνα: Πατάκης, 1987 [μυθιστόρημα] @books.googleέκδοση 2016

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.