ασπρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ασπρίζω < άσπρος

Ρήμα

ασπρίζω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει άσπρο, λευκό
  2. (αμετάβατο) αποκτώ άσπρο χρώμα
  3. (αμετάβατο) τα μαλλιά μου γίνονται άσπρα
      Η μεγαλόσωμη αρχόντισσα είχε ασπρίσει σε λίγα εικοσιτετράωρα, όταν έμαθε για ποιο λόγο δεν είχε γυρίσει απ’ την εκδρομή του ο μοναχογιός της. (Τάσος Αθανασιάδης (2004) Η αίθουσα του θρόνου [μυθιστόρημα])
  4. (μεταβατικό) ασβεστώνω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.