άσπρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άσπρισμα τα ασπρίσματα
      γενική του ασπρίσματος των ασπρισμάτων
    αιτιατική το άσπρισμα τα ασπρίσματα
     κλητική άσπρισμα ασπρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άσπρισμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

άσπρισμα ουδέτερο

  1. το να κάνω κάτι άσπρο ή το να γίνω άσπρος, η λεύκανση
  2. το ασβέστωμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.