ασπρίλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπρίλα οι ασπρίλες
      γενική της ασπρίλας
    αιτιατική την ασπρίλα τις ασπρίλες
     κλητική ασπρίλα ασπρίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασπρίλα < άσπρ(ος) + -ίλα

Ουσιαστικό

ασπρίλα θηλυκό

  1. η λευκότητα
  2. το ξάσπρισμα
  3. κάτι χρώματος άσπρου δίπλα σε πράγματα άλλου χρώματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.