ξέξασπρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξέξασπρος η ξέξασπρη το ξέξασπρο
      γενική του ξέξασπρου της ξέξασπρης του ξέξασπρου
    αιτιατική τον ξέξασπρο την ξέξασπρη το ξέξασπρο
     κλητική ξέξασπρε ξέξασπρη ξέξασπρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξέξασπροι οι ξέξασπρες τα ξέξασπρα
      γενική των ξέξασπρων των ξέξασπρων των ξέξασπρων
    αιτιατική τους ξέξασπρους τις ξέξασπρες τα ξέξασπρα
     κλητική ξέξασπροι ξέξασπρες ξέξασπρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξέξασπρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ξέξασπρος -η -ο

  • χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για να προσθέσει υπερβολή σε κάτι που έχει άσπρο χρώμα

Εκφράσεις

  • άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ' τον ήλιο ξεξασπρότερη: γλωσσοδέτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.