ασπριτζής

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασπριτζής οι ασπριτζήδες
      γενική του ασπριτζή των ασπριτζήδων
    αιτιατική τον ασπριτζή τους ασπριτζήδες
     κλητική ασπριτζή ασπριτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ασπριτζής < άσπρο + -τζής

Ουσιαστικό

ασπριτζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γενική συνώνυμη ονομασία του μπογιατζή
  2. ειδικότερη ονομασία του βαφέα ταβανιών και εξωτερικών χώρων με ασβέστη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.