σκουρόχρωμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκουρόχρωμος | η | σκουρόχρωμη | το | σκουρόχρωμο |
| γενική | του | σκουρόχρωμου | της | σκουρόχρωμης | του | σκουρόχρωμου |
| αιτιατική | τον | σκουρόχρωμο | τη | σκουρόχρωμη | το | σκουρόχρωμο |
| κλητική | σκουρόχρωμε | σκουρόχρωμη | σκουρόχρωμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκουρόχρωμοι | οι | σκουρόχρωμες | τα | σκουρόχρωμα |
| γενική | των | σκουρόχρωμων | των | σκουρόχρωμων | των | σκουρόχρωμων |
| αιτιατική | τους | σκουρόχρωμους | τις | σκουρόχρωμες | τα | σκουρόχρωμα |
| κλητική | σκουρόχρωμοι | σκουρόχρωμες | σκουρόχρωμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /skuˈɾo.xɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐ρό‐χρω‐μος
Μεταφράσεις
σκουρόχρωμος
|
Αναφορές
- σκουρόχρωμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.