σκουρόχρωμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουρόχρωμος η σκουρόχρωμη το σκουρόχρωμο
      γενική του σκουρόχρωμου της σκουρόχρωμης του σκουρόχρωμου
    αιτιατική τον σκουρόχρωμο τη σκουρόχρωμη το σκουρόχρωμο
     κλητική σκουρόχρωμε σκουρόχρωμη σκουρόχρωμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουρόχρωμοι οι σκουρόχρωμες τα σκουρόχρωμα
      γενική των σκουρόχρωμων των σκουρόχρωμων των σκουρόχρωμων
    αιτιατική τους σκουρόχρωμους τις σκουρόχρωμες τα σκουρόχρωμα
     κλητική σκουρόχρωμοι σκουρόχρωμες σκουρόχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκουρόχρωμος < σκούρ(ος) + -ό- + -χρωμος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /skuˈɾo.xɾo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκουρόχρωμος

Επίθετο

σκουρόχρωμος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.