ασπριδερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπριδερός | η | ασπριδερή | το | ασπριδερό |
| γενική | του | ασπριδερού | της | ασπριδερής | του | ασπριδερού |
| αιτιατική | τον | ασπριδερό | την | ασπριδερή | το | ασπριδερό |
| κλητική | ασπριδερέ | ασπριδερή | ασπριδερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπριδεροί | οι | ασπριδερές | τα | ασπριδερά |
| γενική | των | ασπριδερών | των | ασπριδερών | των | ασπριδερών |
| αιτιατική | τους | ασπριδερούς | τις | ασπριδερές | τα | ασπριδερά |
| κλητική | ασπριδεροί | ασπριδερές | ασπριδερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασπριδερός, -ή, -ό
- υπόλευκος
- ※ Ίσως κάποια τραυματική εμπειρία όπως αυτή που παρουσίαζε το παλιό διαφημιστικό κόμικς αμερικανικής εταιρείας μηχανημάτων εκγύμνασης: ένας κοκαλιάρης (και ασπριδερός) νεαρός εμφανίζεται στην παραλία με τη φίλη του και λιάζεται ανέμελος, όταν ένας γεροδεμένος (και ηλιοκαμένος) τύπος τού πετάει άμμο στα μούτρα. Γίνεται ο απαραίτητος τσαμπουκάς, ο φίλος μας δέχεται μπουνιά και αποχωρεί ατιμασμένος από το πεδίο της τιμής, την παραλία. Πέφτει όμως με τα μούτρα στη γυμναστική και επιστρέφει σαν Σβαρτσενέγκερ και πλακώνει τον τύπο, ο οποίος είχε προλάβει να διπλαρώσει την (πρώην;) φίλη του. Όλα επιστρέφουν στη νόρμα. Ο νόμος της ζούγκλας εφαρμόζεται σε όλες τις πλαζ. (www.tovima.gr, 24.11.2008)
- ασπρειδερός
- ασπρουδερός
- ασπροδερός
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη υπόλευκος
Πηγές
- ασπριδερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπριδερός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ασπριδερός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπριδερός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
ασπριδερός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.