Χριστός

Νέα ελληνικά (el)

Χριστός, εικόνα από τη μονή Σινά, 6ος αι. μ.Χ.
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Χριστός
      γενική του Χριστού
    αιτιατική τον Χριστό
     κλητική Χριστέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Χριστός < ελληνιστική κοινή Χριστός < αρχαία ελληνική χριστός < χρίω [(σημασιολογικό δάνειο) αραμαϊκή משיחא (mʃiħɑ: μεσσίας)]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈstos/

Ομώνυμα / Ομόηχα

Κύριο όνομα

Χριστός αρσενικό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.