Φώτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Φώτα | ||
| γενική | των | Φώτων | ||
| αιτιατική | τα | Φώτα | ||
| κλητική | Φώτα | |||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Φώτα < μεσαιωνική ελληνική Φώτα < αρχαία ελληνική φῶς
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φως
Μεταφράσεις
Φώτα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.