ρεβεγιόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεβεγιόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική réveillon < réveil (ξύπνημα) + -on < re- + éveil < éveiller < μέση γαλλική esveiller < παλαιά γαλλικά esveiller / esveillier < δημώδης λατινική *exviglāre < *exvigilare < λατινική evigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος evigilo < ex + vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weǵ- (δυνατός, ξύπνιος)

Ουσιαστικό

ρεβεγιόν ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.