Κρόνια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾo.ni.a/ & /ˈkɾo.ɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κρόνια ή Κρόνια

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Κρόνια
      γενική των Κρόνιων
& Κρονίων
    αιτιατική τα Κρόνια
     κλητική Κρόνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κρόνια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κρόνια, ουδέτερο του Κρόνιος < Κρόνος

Κύριο όνομα

Κρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Κρόνια
      γενική της Κρόνιας
    αιτιατική την Κρόνια
     κλητική Κρόνια
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κρόνια < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κρόνια θηλυκό

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Κρόνι
      γενική τῶν Κρονίων
      δοτική τοῖς Κρονίοις
    αιτιατική τὰ Κρόνι
     κλητική ! Κρόνι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κρόνια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου Κρόνιος στον πληθυντικό < Κρόνος


  • (θρησκεία) ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.