Ιησούς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Ιησούς
      γενική του Ιησού
    αιτιατική τον Ιησού
     κλητική Ιησού
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ιησούς < ελληνιστική κοινή Ἰησοῦς, με απώτερη αρχή την αρχαία εβραϊκή ישוע

Κύριο όνομα

Ιησούς αρσενικό

  • το εξελληνισμένο εβραϊκό ανδρικό όνομα με το οποίο φέρεται
    1. (χριστιανισμός) ο Ιησούς Χριστός στη διδασκαλία του χριστιανισμού κατά την Καινή Διαθήκη και
    2. (θρησκεία) ο Ιησούς του Ναυή στη διδασκαλία του ιουδαϊσμού, κατά την Παλαιά Διαθήκη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.