Λαμπροχριστούγεννα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Λαμπροχριστούγεννα
      γενική των Λαμπροχριστουγέννων
    αιτιατική τα Λαμπροχριστούγεννα
     κλητική Λαμπροχριστούγεννα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λαμπροχριστούγεννα < Λαμπρ(ή) + -ο- + Χριστούγεννα

Προφορά

ΔΦΑ : /lam.bɾo.xɾiˈstu.ʝe.na/

Κύριο όνομα

Λαμπροχριστούγεννα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.