γέννα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γέννα οι γέννες
      γενική της γέννας
    αιτιατική τη γέννα τις γέννες
     κλητική γέννα γέννες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέννα < αρχαία ελληνική γέννα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.na/

Ουσιαστικό

γέννα θηλυκό

  1. η ενέργεια του γεννώ, ο τοκετός
    η γυναίκα είχε δύσκολη γέννα που κράτησε πολλές ώρες
  2. το αποτέλεσμα του γεννώ, το παιδί, το τέκνο

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

γέννα θηλυκό

  1. η καταγωγή
  2. ο απόγονος, ο γιος
  3. η γενιά
  4. το γένος, η οικογένεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.