εορτή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εορτή οι εορτές
      γενική της εορτής των εορτών
    αιτιατική την εορτή τις εορτές
     κλητική εορτή εορτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εορτή < αρχαία ελληνική ἑορτή

Προφορά

ΔΦΑ : /e.oɾˈti/

Ουσιαστικό

εορτή θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.