συναρπαγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναρπαγή | οι | συναρπαγές |
| γενική | της | συναρπαγής | των | συναρπαγών |
| αιτιατική | τη | συναρπαγή | τις | συναρπαγές |
| κλητική | συναρπαγή | συναρπαγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναρπαγή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναρπαγή
Ουσιαστικό
συναρπαγή θηλυκό
- η αρπαγή κάποιου πράγματος μαζί με κάτι άλλο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναρπάζω
- (γλωσσολογία) γλωσσική διαδικασία δημιουργίας σύνθετης λέξης από τις λέξεις που αποτελούν μία φράση
- Κατηγορία:Όροι από συναρπαγή (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Όροι από συναρπαγή (αρχαία ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Όροι γλωσσολογίας
Μεταφράσεις
συναρπαγή
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | συναρπαγή | αἱ | συναρπαγαί |
| γενική | τῆς | συναρπαγῆς | τῶν | συναρπαγῶν |
| δοτική | τῇ | συναρπαγῇ | ταῖς | συναρπαγαῖς |
| αιτιατική | τὴν | συναρπαγήν | τὰς | συναρπαγᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | συναρπαγή | συναρπαγαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συναρπαγᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συναρπαγαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναρπαγή < αρχαία ελληνική συναρπάζω (συν- + ἁρπαγ- (ἁρπάζω) + -ή
Ουσιαστικό
συναρπαγή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η αρπαγή πραγμάτων από κοινού με άλλους
- (ελληνιστική κοινή) απροσεξία, απερισκεψία
- (ελληνιστική κοινή) αδιαφορία
Πηγές
- συναρπαγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.