Θεός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεός οι Θεοί
      γενική του Θεού των Θεών
    αιτιατική τον Θεό τους Θεούς
     κλητική Θεέ Θεοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεός < θεός

Προφορά

ΔΦΑ : /θeˈos/

Ουσιαστικό

Θεός αρσενικό

  • συγκεκριμένος θεός δόγματος

Σημειώσεις

  • Η γραφή με κεφαλαίο "Θ" για αναφορά σε έναν συγκεκριμένο θεό

Συνώνυμα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.