Θεοτόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Θεοτόκος | ||
| γενική | της | Θεοτόκου | ||
| αιτιατική | τη | Θεοτόκο | ||
| κλητική | Θεοτόκε | |||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Θεοτόκος < μεσαιωνική ελληνική Θεοτόκος < ελληνιστική κοινή θεοτόκος < αρχαία ελληνική θεός + τίκτω, μορφολογικά αναλύεται θεο- + -τόκος
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.oˈto.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐τό‐κος
Κύριο όνομα
Θεοτόκος θηλυκό
- (χριστιανισμός, θεωνύμιο) η μητέρα του Ιησού Χριστού, η Παναγία
- ※ Εκκλησία χωρίς γυναίκες είναι σαν το κολέγιο των Αποστόλων χωρίς τη Θεοτόκο. O ρόλος των γυναικών στην Εκκλησία δεν είναι απλός όσο αυτός της μητρότητας, αλλά πολύ ευρύτερος: είναι ακριβώς το να είναι εικόνα της Θεοτόκου που βοηθά την Εκκλησία να προοδεύει (Eleni Kasselouri-Hatzivassiliadi, Niki Papageorgiou, Petros Vassiliadis, Deaconesses, the Ordination of Women and Orthodox Theology, κεφ. Οι παρεμβάσεις του Πάπα Φραγκίσκου Α΄, 2018, σελ. 475)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.