Θεάνθρωπος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θεάνθρωπος οι Θεάνθρωποι
      γενική του Θεανθρώπου των Θεανθρώπων
    αιτιατική τον Θεάνθρωπο τους Θεανθρώπους
     κλητική Θεάνθρωπε Θεάνθρωποι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεάνθρωπος < ελληνιστική κοινή θεάνθρωπος. (Θεός) θε- + άνθρωπος

Κύριο όνομα

Θεάνθρωπος αρσενικό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.