Θεοφάνια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Θεοφάνια | ||
| γενική | των | Θεοφανίων | ||
| αιτιατική | τα | Θεοφάνια | ||
| κλητική | Θεοφάνια | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

ο αγιασμός των υδάτων κατά τα Θεοφάνια
Ετυμολογία
- Θεοφάνια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφάνια (ουδέτερο) < ελληνιστική κοινή θεοφάνεια (θηλυκό) < αρχαία ελληνική θεός + φαίνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /θe.oˈfa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐φά‐νι‐α
Κύριο όνομα
Θεοφάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- Φώτισμα (ποντιακά)
-
Θεοφάνια στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Θεοφάνιᾰ |
| γενική | τῶν | Θεοφανίων |
| δοτική | τοῖς | Θεοφανίοις |
| αιτιατική | τὰ | Θεοφάνιᾰ |
| κλητική ὦ! | Θεοφάνιᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Κύριο όνομα
Θεοφάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (θρησκεία) γιορτή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στους Δελφούς, κατά την οποία τα αγάλματα του Θεού Απόλλωνα δείχνονταν στους πιστούς
- ※ ἕλκων σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηίου τῆς γωνίης, χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν Θεοφανίοισι. φασὶ δὲ μιν Δελφοὶ Θεοδώρου τοῦ Σαμίου ἔργον εἶναι, καὶ ἐγὼ δοκέω· οὐ γὰρ τὸ συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι. (Ηρόδοτος, Ιστορία, 1, 51, 2)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.