Θεοφάνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Θεοφάνια
      γενική των Θεοφανίων
    αιτιατική τα Θεοφάνια
     κλητική Θεοφάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ο αγιασμός των υδάτων κατά τα Θεοφάνια

Ετυμολογία

Θεοφάνια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Θεοφάνια (ουδέτερο) < ελληνιστική κοινή θεοφάνεια (θηλυκό) < αρχαία ελληνική θεός + φαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /θe.oˈfa.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θεοφάνια

Κύριο όνομα

Θεοφάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (χριστιανισμός) μεγάλη ετήσια χριστιανική εορτή σε ανάμνηση της βάπτισης του Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό
  2. (χριστιανισμός) γιορτή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στους Δελφούς, κατά την οποία τα αγάλματα του Θεού Απόλλωνα δείχνονταν στους πιστούς

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Θεοφάνι
      γενική τῶν Θεοφανίων
      δοτική τοῖς Θεοφανίοις
    αιτιατική τὰ Θεοφάνι
     κλητική ! Θεοφάνι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θεοφάνια < θεός + -ο- + φαίνω + -ια

Κύριο όνομα

Θεοφάνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (θρησκεία) γιορτή της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στους Δελφούς, κατά την οποία τα αγάλματα του Θεού Απόλλωνα δείχνονταν στους πιστούς
      ἕλκων σταθμὸν εἴνατον ἡμιτάλαντον καὶ ἔτι δυώδεκα μνέας, ὁ δὲ ἀργύρεος ἐπὶ τοῦ προνηίου τῆς γωνίης, χωρέων ἀμφορέας ἑξακοσίους· ἐπικίρναται γὰρ ὑπὸ Δελφῶν Θεοφανίοισι. φασὶ δὲ μιν Δελφοὶ Θεοδώρου τοῦ Σαμίου ἔργον εἶναι, καὶ ἐγὼ δοκέω· οὐ γὰρ τὸ συντυχὸν φαίνεταί μοι ἔργον εἶναι. (Ηρόδοτος, Ιστορία, 1, 51, 2)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.