Κύριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κύριος
      γενική του Κυρίου
    αιτιατική τον Κύριο
     κλητική Κύριε
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κύριος < αρχαία ελληνική Κύριος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈci.ɾi.os/

Κύριο όνομα

Κύριος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • (θρησκεία, χριστιανισμός) ο Θεός των Εβραίων, όπως αποδόθηκε στη μετάφραση των Ο', αντί των ονομάτων Ελωίμ, ή Ελωχείμ,, ή Γιαχβέ, ή Αδωνάι, ή Σαβαώθ κ.ά.
  • (θρησκεία, χριστιανισμός) ο Ιησούς Χριστός, κατά προσαγόρευση όπως αποδίδεται στα ιερά ευαγγέλια.

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.