firm
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία 1
- firm < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική ferme (σταθερός (για πράγματα), μόνιμος, διαρκής (για συμφωνίες, συμβάσεις), σταθερός, ακλόνητος, αμετάπειστος (για άτομα), βάσιμος (για επιχειρήματα)) < παλαιά γαλλική ferm (ρωμαλέος, δυνατός, σθεναρός, υγιής, σταθερός, πιστός) < λατινική firmus (σταθερός).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | firm |
| συγκριτικός | firmer |
| υπερθετικός | firmest |
firm (en)
- σταθερός, ασφαλής, ακατάλυτος, στερεός (σε θέση)
- ≈ συνώνυμα: solid, steadfast, unshakable
- σταθερός, ακλόνητος, ακράδαντος, αμετάκλητος, αμετακίνητος, απαρασάλευτος, αμετάπειστος ως προς τις απόψεις και τις ιδέες του
- σκληρός
- ανθεκτικός, άκαμπτος, γερός (για υλικά)
- ≈ συνώνυμα: durable, inflexible, rigid, stiff
Εκφράσεις
- take a firm line
- on firm footing
- on firm ground
Συγγενικά
- firmly
- firmness
Ετυμολογία 2
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| firm | firms |
firm (en)
- το φίρμα, η εταιρεία, η επιχείρηση
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
- ↪ multinational firms - πολυεθνικές εταιρείες/επιχειρήσεις
- ↪ building/banking firms - οικοδομικές/τραπεζικές επιχειρήσεις
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη enterprise
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- (αργκό) μια εγκληματική ομάδα ειδικά βασισμένη στον ποδοσφαιρικό χουλιγκανισμό ∙ οι χούλιγκαν
Ετυμολογία 3
- firm < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική fermen < παλαιά γαλλική fermer ή απευθείας λατινική firmāre (επιβεβαιώνω, εγκρίνω, εγγυώμαι) < firmus (σταθερός).[1] (μαρτυρείται από τον 14ο αιώνα)[2]
- για τις αμετάβατες έννοιες στο ρήμα: (μαρτυρείται από το 1879)[1]
Εκφράσεις
- hold firm
- stand firm
Ρήμα
| ενεστώτας | firm |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | firms |
| αόριστος | firmed |
| παθητική μετοχή | firmed |
| ενεργητική μετοχή | firming |
firm (en)
- (μεταβατικό) σταθεροποιώ, στερεώνω, στεριώνω
- (αμετάβατο)
- σταθεροποιούμαι, στερεώνομαι, στεριώνομαι
- το να γίνω καλύτερα, βελτιωθώ μετά από απόρριψη
- (Αυστραλία) βραχύνομαι, συμπτύσσομαι, συντομεύομαι
Συγγενικά
- firming
- firm up
- well-firmed
Αναφορές
Πηγές
- firm - Cambridge Dictionary online
- firm - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.