άποψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άποψη | οι | απόψεις |
| γενική | της | άποψης* | των | απόψεων |
| αιτιατική | την | άποψη | τις | απόψεις |
| κλητική | άποψη | απόψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απόψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άποψη < αρχαία ελληνική ἄποψις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.po.psi/
Ουσιαστικό
άποψη θηλυκό
- η εικόνα ενός τοπίου όπως φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, συνήθως κάπου ψηλά
- η οπτική γωνία από την οποία βλέπει κάποιος ένα πράγμα, μια υπόθεση, ένα ζήτημα
- η γνώμη που έχει κάποιος για κάτι
Ταυτόσημο
- έποψη (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.