βασισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασισμένος | η | βασισμένη | το | βασισμένο |
| γενική | του | βασισμένου | της | βασισμένης | του | βασισμένου |
| αιτιατική | τον | βασισμένο | τη | βασισμένη | το | βασισμένο |
| κλητική | βασισμένε | βασισμένη | βασισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασισμένοι | οι | βασισμένες | τα | βασισμένα |
| γενική | των | βασισμένων | των | βασισμένων | των | βασισμένων |
| αιτιατική | τους | βασισμένους | τις | βασισμένες | τα | βασισμένα |
| κλητική | βασισμένοι | βασισμένες | βασισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασίζω
Μετοχή
βασισμένος, -η, -ο
- που έχει βασιστεί πάνω σε κάτι άλλο (συνήθως για πνευματικό-καλλιτεχνικό έργο)
- η τανία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα ...
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.