ενεργητική μετοχή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενεργητική μετοχή < ενεργητική φωνή + μετοχή
Πολυλεκτικός όρος
ενεργητική μετοχή θηλυκό
- (γραμματική) μετοχή ενεργητικής φωνής
- ※ Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τη λεγόμενη ενεργητική μετοχή που είναι στην ενεργητική φωνή, σε χρόνο ενεστώτα και είναι άκλιτη. (*)
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ενεργητική μετοχή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.